- σοδιάζω
- Νσοδεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εισοδιάζω, με σίγηση τού αρκτικού / i /].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοδιάζω — έχω σοδειά, έχω γενικά εισοδήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εισοδεύω — (AM εἰσοδεύω) εισπράττω ως εισόδημα, σοδιάζω μσν. νεοελλ. (για λειτουργό) τελώ την είσοδο αρχ. εισέρχομαι … Dictionary of Greek
εισοδιάζω — και σοδιάζω 1. αποθηκεύω, αποταμιεύω καρπούς και άλλα προϊόντα 2. εισπράττω αρχ. μσν. παθ. (για χρήματα) συνάγομαι συγκεντρώνομαι (στο ταμείο) μσν. κάνω προμήθειες … Dictionary of Greek
εσοδεύω — και σοδεύω και σοδιάζω [έσοδο] 1. συγκεντρώνω και αποθηκεύω για χρήση ή πούλημα καρπούς και άλλα προϊόντα 2. έχω ως εισόδημα … Dictionary of Greek
σοδιαστής — ο, Ν [σοδιάζω] αυτός που αποταμιεύει … Dictionary of Greek
συγκομίζω — ΝΜΑ 1. συλλέγω κάτι, ιδίως καρπούς, και τό μεταφέρω σε κάποιον τόπο, συναθροίζω («τοῡτον [τὸν σῑτον] πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορήν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με τους καρπούς και μετά από την εποχή τού θερισμού) συγκεντρώνω σε αποθήκες, αποθηκεύω,… … Dictionary of Greek
συμμαζεύω — Ν 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω στο ίδιο μέρος πράγματα διασκορπισμένα 2. (ιδίως για αγροτικά προϊόντα) συγκεντρώνω και αποθηκεύω, σοδιάζω, συγκομίζω 3. συνεκδ. τακτοποιώ, συγυρίζω 4. περιστέλλω, συγκρατώ («συμμάζεψε λίγο τα μαλλιά σου να μην… … Dictionary of Greek
σόδιασμα — το, Ν [σοδιάζω] 1. συγκομιδή 2. αποθήκευση, συσσώρευση … Dictionary of Greek